-
1 κλέος
κλέος, τό, [dialect] Dor. [full] κλέϝος GDI1537 (Crissa, = RöhlImag.3pp.87/8 No.1), only nom. and acc. sg. and pl.: [dialect] Ep. pl. κλέᾰ (before a vowel) Hom. (v. infr. 11.1), κλεῖα (nisi leg. κλέεα) Hes.Th. 100: ( κλέω A):—A rumour, report, τί δὴ κ. ἔστ' ἀνὰ ἄστυ; Od.16.461;κ. εὐρὺ φόνου 23.137
;ὄσσαν.., ἥ τε μάλιστα φέρει κ. ἀνθρώποισι 1.283
; σὸν κ. news of thee, 13.415: c. gen., μετὰ κ. ἵκετ' Ἀχαιῶν the report of their coming, Il.11.227, cf. 13.364; κείνου κατὰ κ. at the news of his coming, Pi.P.4.125;τῶν ἐμῶν κακῶν κ. S.Ph. 251
; rumour, opp. certainty,κ. οἶον ἀκούομεν οὐδέ τι ἴδμεν Il.2.486
;γυναικογήρυτον κ. A.Ag. 487
(lyr.).II goodreport, fame, freq.in Hom.,κ. ἐσθλόν Il.5.3
;ἀνδρὸς τοῦ κ. εὐρὺ καθ' Ἑλλάδα Od.1.344
: abs.,τῷ μὲν κ., ἄμμι δὲ πένθος Il.4.197
;τὸ δ' ἐμὸν κ. οὔ ποτ' ὀλεῖται 7.91
, cf. 2.325; κ. εἶναί τινι to be a glory to him, 22.514;κ. οὐρανὸν ἵκει 8.192
, Od.9.20;κ. οὐρανὸν εὐρὺν ἵκανε 8.74
;κ. ἄφθιτον Sapph.Supp. 20a
.4, Ibyc.Oxy.1790.47, GDIl.c.; κ. ἀρέσθαι, εὑρέσθαι, Pi.O.9.101, P.3.111; γίνεσθε κατὰ κ. ὧδε μαχηταί in renown, BCH24.71 (Acraeph., iii B.C.); ; κ. αἰχμᾶς glory in or for.., Pi.P.1.66;τῆς μελλοῦς κ. A.Ag. 1356
; κ. σου μαντικόν ib. 1098;μικροῦ δ' ἀγῶνος οὐ μέγ' ἔρχεται κ. S.Fr. 938
: less freq. in Prose,κ. ἀέναον Heraclit.29
;μένοντι δὲ.. κ. μέγα ἐλείπετο Hdt.7.220
; κ. καταθέσθαι to lay up store of glory, Id.9.78;τιμὴν καὶ κ. ἔσχεν Ar.Ra. 1035
;πόρρω κ. ἥκει Id.Ach. 646
;κ. οὐρανόμηκες Id.Nu. 459
;κ. ἔχειν τὰ περὶ τὰς ναῦς Th.1.25
;παρ' ἀνθρώποις ἀείμνηστον κ. ἔχει τινά X.Cyn.1.6
;κ. ἀθάνατον καταθέσθαι Pl.Smp. 208c
;κ. τε καὶ ἔπαινος πρὸς ἀνθρώπων Id.Lg. 663a
;περὶ χώρας ἀκούειν κ. μέγα Lys. 2.5
;κ. ἕξειν ἔν τινι Ath.Mech.15.4
; ποῖον κ., εἰ .. ; 1 Ep.Pet.2.20: pl., ἄειδε δ' ἄρα κλέα ἀνδρῶν the lays of their achievements, Il.9.189, cf. 524, Od.8.73;κλέα φωτῶν μνήσομαι A.R.1.1
.2 rarely in bad sense, δύσφαμον κ. ill repute, Pi.N.8.36;αἰσχρὸν κ. E.Hel. 135
, cf. Ar.Fr. 796: both senses in Th.2.45 ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου.. κ. ᾖ of whom there is least talk either for praise or blame. (Cf. Skt. śrávas 'fame', Slav. slovo 'word', 'glory'; cogn. with κλέω (A), κλύω.) -
2 μαντικός
μαντικός, zum Wahrsager gehörig, prophetisch; κλέος σοῦ μαντικόν, dein Seherruhm, Aesch. Ag. 1169; μαντικοῖσιν ἐν ϑρόνοις, Eum. 586; ἡ μαντική, die Wahrsagerkunst, sc. τέχνη, Prom. 482; Soph. O. R. 311 Ant. 1021; Eur. Bacch. 368 u. öfter; ἔμφυτον μαντικὴν εἶχε, Her. 9, 94, vgl. οἱ μάντιες ἐςορέοντες ἐς τὴν μαντικήν, die Seher befragten ihre Kunst, 4, 68; oft bei Plat., μαντικῇ χρώμενοι ἐνϑέῳ Phaedr. 244 b, auch μαντικὸς βίος, 248 d, λόγοι, 275 b; φῆμαι μαντικαί, = μάντεων, Soph. O. R. 723; τὸ μαντικὸν σπέρμα, Eur. I. A. 520. – Adv., Ar. Pax 991; εἰπεῖν, Plat. Theaet. 142 c.
-
3 μαντικός
μαντικός, zum Wahrsager gehörig, prophetisch; κλέος σοῦ μαντικόν, dein Seherruhm; ἡ μαντική, die Wahrsagerkunst, sc. τέχνη; οἱ μάντιες ἐςορέοντες ἐς τὴν μαντικήν, die Seher befragten ihre Kunst
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий